- ἠερόφοιτος
- ἠερό-φοιτος, ον, ([etym.] φοιτάω)A air-wandering, φύσις, of birds, ib.125;
οἶστρος Orph.A.47
; of cuttle-fish, Opp.H.3.166 (cf.ἠέρα τεμνουσι 1.427
); of the moon, Max.485, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἶστρος Orph.A.47
; of cuttle-fish, Opp.H.3.166 (cf.ἠέρα τεμνουσι 1.427
); of the moon, Max.485, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηερόφοιτος — ἠερόφοιτος και ἠερίφοιτος, ον (Α) 1. (για πτηνά) αυτός που συχνάζει ή πλανιέται στον αέρα 2. (για τη σελήνη) ἠεροφοῑτις* που πλανιέται στον αέρα, που διέρχεται διά μέσου τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν.… … Dictionary of Greek
ἠερόφοιτος — air wandering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερόφοιτον — ἠερόφοιτος air wandering masc/fem acc sg ἠερόφοιτος air wandering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠεροφοίτοις — ἠερόφοιτος air wandering masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερόφοιτα — ἠερόφοιτος air wandering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠερόφοιτοι — ἠερόφοιτος air wandering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηερίφοιτος — ἠερίφοιτος, ον (Α) ποιητ. τ. αντί ηερόφοιτος* … Dictionary of Greek
ηεροφοίτης — ἠεροφοίτης, ὁ (Α) ηερόφοιτος* … Dictionary of Greek